- ἀδελφεόν
- ἀδελφόςson of the same mothermasc acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτιμώ — (AM ἐπιτιμῶ, άω, ιων. τ. ἐπιτιμέω) [τιμώ] επιπλήττω, κατακρίνω, ελέγχω, κατηγορώ, μαλώνω («τόν επιτίμησε για την αμέλειά του») αρχ. μσν. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («τοῑς μέν ἐξάρνοις ἐπετιμήσατε», Αισχίν.) αρχ. 1. ορίζω την τιμή, εκτιμώ 2. σέβομαι,… … Dictionary of Greek
κυδάζω — (Α) βρίζω («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη βαθμίδα *kud της ΙΕ ρίζας *keuәd «κραυγάζω, βρίζω, επιπλήττω», οπότε θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «βρίζω,… … Dictionary of Greek
ομόκληρος — ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία 2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλῆρος (πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek
περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… … Dictionary of Greek